Μία από τις πιο κοινές συστάσεις που ακούμε συχνά προκειμένου να ρυθμίσουμε το σωματικό μας βάρος είναι τα τακτικά, συνήθως ανά 2-3 ώρες, γεύματα. Σε ποιο βαθμό, όμως, συμβάλλει αυτή η σύσταση στη διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους και με ποιον τρόπο μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδά του;
Ας δούμε αρχικά τι ισχύει βάσει επιστημονικών ερευνών όσον αφορά τη σχέση της συχνότητας και του αριθμού των ημερήσιων γευμάτων με τον μεταβολισμό και κατ’ επέκταση το σωματικό βάρος!
Αρκετές από τις μελέτες αυτές φαίνεται να συμφωνούν ότι είτε τα γεύματα είναι πολλά, δηλαδή 4-6 ημερησίως και αρκετά συχνά π.χ. κάθε 2-3 ώρες, είτε λιγότερα περίπου 2-3 γεύματα και άρα πιο αραιά μεταξύ τους, δεν υπάρχει κάποια διαφορά στον μεταβολισμό.
Παρόμοια είναι και τα δεδομένα όσον αφορά την επίδραση του αριθμού γευμάτων και σνακ στη διατήρηση του σωματικού βάρους. Σημαντικότερος παράγοντας φαίνεται να είναι η συνολική ημερήσια κατανάλωση των θερμίδων, παρά το με ποιον τρόπο αυτές θα κατανεμηθούν σε γεύματα μέσα στην ημέρα.
Έτσι, είτε το σύνολο των θερμίδων καταναλωθεί σε 1-2 γεύματα ημερησίως, είτε σε 5-6, ασήμαντες διαφορές θα προκύψουν στη ρύθμιση του σωματικού βάρους σε υγιή άτομα.
Ωστόσο, η συχνότητα και το μέγεθος των γευμάτων παίζει σημαντικό ρόλο σε άτομα που εμφανίζουν κάποια διαταραχή π.χ. του πεπτικού συστήματος όπως η παλινδρόμηση ή η ρύθμιση του σακχάρου του αίματος.
Η συχνότητα των γευμάτων ενδεχομένως με έμμεσο τρόπο μπορεί να επηρεάσει το σωματικό βάρος, καθώς παίζει ρόλο στη ρύθμιση της όρεξης.
Για παράδειγμα, έρευνες δείχνουν ότι η χαμηλή συχνότητα γευμάτων (λιγότερα από 3 γεύματα ημερησίως) σχετίζεται με αυξημένο το αίσθημα της πείνας, ενώ αντίθετα όσο μειώνεται το διάστημα μεταξύ των γευμάτων διατηρείται εντονότερο το αίσθημα του κορεσμού.
Επομένως, όταν τα γεύματα κατανέμονται σε μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, υπάρχει η πιθανότητα το αίσθημα της πείνας να είναι πιο έντονο στο επόμενο γεύμα, να παρακαμφθεί δηλαδή το αίσθημα κορεσμού και να οδηγήσει σε υπερκατανάλωση θερμίδων.
Ένα τέτοιο διατροφικό πλάνο που τελικά αυξάνει τις συνολικές ημερήσιες προσλαμβανόμενες θερμίδες, μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετικό ισοζύγιο ενέργειας και άρα πρόσληψη βάρους, ενώ μπορεί να δυσκολέψει και τη διαδικασία της πέψης.
Επιπλέον, έχει φανεί ότι όταν το μεγαλύτερο μέρος των προσλαμβανόμενων θερμίδων κατανέμεται νωρίτερα μέσα στην ημέρα, μειώνεται η πιθανότητα αύξησης του βάρους. Έτσι, αν για παράδειγμα καταναλώνετε ένα μεγάλο γεύμα αργότερα κατά τη διάρκεια της ημέρας, φαίνεται πως μακροπρόθεσμα αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πρόσληψη βάρους.
Σε κάθε περίπτωση, κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, έχει διαφορετική καθημερινότητα π.χ. ωράρια εργασίας, άσκησης, διατροφικών προτιμήσεων, και κατ’ επέκταση δεν υπάρχει ένας και μόνο κανόνας για τη ρύθμιση της συχνότητας των γευμάτων του, ώστε να συντηρεί το σωματικό του βάρος σε υγιή επίπεδα.
Συνεπώς, πιο σημαντικό είναι το διατροφικό του πλάνο να είναι προσαρμοσμένο σε μία ρουτίνα που να εξυπηρετεί τις δικές του ανάγκες σε ενέργεια, με τα γεύματα που εκείνος επιθυμεί, με την προϋπόθεση ότι είναι ισορροπημένα τόσο το καθένα ξεχωριστά, όσο και στο σύνολό τους, αποκλείοντας έτσι ακραίες διατροφικές συνήθειες που δεν προάγουν τη συνολική του υγεία.
Αγγελική Γεωργούλια
Διαιτολόγος-Διατροφολόγος
ALTERLIFE Fitness Excellence