Τις τελευταίες δεκαετίες, ολοένα και περισσότερο προβάλλονται διάφορα πρότυπα δίαιτας υποσχόμενα ταχεία απώλεια βάρους. Ορισμένα από αυτά είναι αρκετά περιοριστικά και άλλα λιγότερο. Μερικά είναι μονοφαγικά, άλλα κρύβουν αρκετές ιδιαιτερότητες και άλλα είναι πιο απλά. Έτσι συμβαίνει και με τη διαλειμματική νηστεία, ευρέως γνωστή ως ‘’fasting’’, η οποία εμφανίζει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, κρύβοντας «μύθους» αλλά και «αλήθειες» για τις οποίες σίγουρα καλό είναι να είμαστε ενήμεροι.
Τι είναι η διαλειμματική νηστεία;
Η διαλειμματική νηστεία αποτελεί ένα πρόγραμμα διατροφής, όπου υπάρχουν ημέρες ή ώρες που νηστεύουμε εντελώς και άλλες που τρώμε κανονικά. Υπάρχουν κάποια «μοτίβα» τα οποία έχουν μελετηθεί παραπάνω, όπως το 1:1 (μία προς μία ημέρες), δηλαδή μία ημέρα ελεύθερης διατροφής και μία νηστείας, το 5:2 (πέντε προς δύο ημέρες), δηλαδή πέντε ημέρες ελεύθερης διατροφής και δύο νηστείας, καθώς και η κατανάλωση φαγητού για μερικές ώρες, ενώ για τις υπόλοιπες που περισσεύουν μέσα στην ημέρα ακολουθείται νηστεία.
Έχει αποτέλεσμα στην απώλεια βάρους;
Σύμφωνα με έρευνες, έχει αποδειχθεί ότι η διαλειμματική νηστεία μπορεί να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα στην απώλεια βάρους. Ωστόσο, αυτό για το οποίο γίνεται έντονα λόγος είναι η διαχείριση των τιμών σακχάρου (όχι του Σακχαρώδη Διαβήτη). Αυτό που συμβαίνει ουσιαστικά είναι ότι, παρόλο που στην ελεύθερη ημέρα ή στις ελεύθερες ώρες μπορεί κανείς να φάει «όσο θέλει», η ημερήσια θερμιδική πρόσληψη δεν ξεπερνά τελικά τη συνιστώμενη. Επομένως, στο σύνολο της εβδομάδας οι θερμίδες που προσλαμβάνονται είναι κατά πολύ λιγότερες από αυτές που πραγματικά χρειάζονται. Ένα απλό παράδειγμα: Ο μέσος άνθρωπος θα καταναλώσει ημερησίως περίπου 2000 θερμίδες. Τηρώντας το πρότυπο της διαλειμματικής νηστείας και συγκεκριμένα ας θεωρηθεί ότι θα ακολουθήσει το 1:1, θα καταναλώσει 2000 θερμίδες τη μία ημέρα και 400 την άλλη. Άρα, στην πρώτη περίπτωση καταναλώνονται 4000 θερμίδες σε δύο ημέρες, ενώ στη δεύτερη 2400. Έτσι δημιουργείται έλλειμμα, το οποίο τελικά οδηγεί στην επίτευξη απώλειας βάρους.
Ποιες είναι οι επιδράσεις της διαλειμματικής νηστείας στην υγεία;
Οι έρευνες μέχρι τώρα έχουν αποδείξει πως η διαλειμματική νηστεία έχει να προσφέρει αρκετά οφέλη στην υγεία όπως:
- Καλύτερες τιμές σακχάρου
- Μειώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη
- Μειώνει τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά (π.χ. υπέρταση)
Ποιες ομάδες ατόμων μπορούν να την ακολουθήσουν;
Είναι σαφές πως ένα τέτοιο πρότυπο δίαιτας δεν είναι δυνατόν να είναι ασφαλές για όλους. Αρχικά γιατί πρόκειται για ένα πρότυπο δίαιτας το οποίο ακολουθεί ένα αρκετά περιοριστικό σχήμα διατροφής, αλλά και γιατί στην εποχή μας τα ερεθίσματα για κατανάλωση φαγητού είναι περισσότερα από ποτέ.
Συμπερασματικά, η διαλειμματική νηστεία είναι καλό να αποφεύγεται από κάποιες συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, όπως:
- Παιδιά και έφηβοι (άτομα κάτω των 18 ετών), όπου οι θερμιδικές τους ανάγκες είναι αυξημένες λόγω ανάπτυξης αλλά και αναγκών σε ενέργεια, εξαιτίας της αυξημένες πνευματικής λειτουργίας του οργανισμού (διάβασμα, σχολείο, εξετάσεις κλπ.)
- Έγκυοι και θηλάζουσες
- Άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη
- Όσοι ακολουθούν κάποια φαρμακευτική αγωγή που προγραμματίζει τη κατανάλωση γευμάτων σε συγκεκριμένες ώρες
- Άτομα που βιώνουν ή έχουν ιστορικό διατροφικών διαταραχών, καθώς το συγκεκριμένο πρότυπο δίαιτας μπορεί να οδηγήσει σε έντονες, εμμονικές σχέσεις με το φαγητό
- Αθλητές, πρωταθλητές και ασκούμενοι.
Τα μειονεκτήματα της διαλειμματικής νηστείας
Παρόλα τα ευεργετικά οφέλη του συγκεκριμένου προτύπου δίαιτας, υπάρχουν κίνδυνοι οι οποίοι ελλοχεύουν. Έχουν αναφερθεί αρκετές αρνητικές επιδράσεις που αφορούν την υγεία, όπως ναυτία και έμετος, οίδημα, αλωπεκία, νευροπάθεια, ουρική νεφροπάθεια, ανωμαλίες στην έμμηνο ρύση, μη φυσιολογικοί δείκτες ηπατικής λειτουργίας, μειωμένη οστική πυκνότητα και πολλά άλλα. Ωστόσο, αυτά που εμφανίζονται πιο συχνά και καθιστούν τη διαλειμματική νηστεία πολλές φορές ανεπιθύμητη ως πρότυπο δίαιτας, είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικά συναισθήματα απέναντι στην τροφή, όπως δυσανασχέτηση, πείνα και συναισθηματική εξάρτηση από την κατανάλωση φαγητού. Τέλος, ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό διαιτώμενων που την ακολούθησαν αναφέρει, πως με τη διακοπή της δίαιτας αυτής και αφού έχει επιτευχθεί η επιθυμητή απώλεια βάρους, η επιστροφή σε μια απλή, καθημερινή, ισορροπημένη διατροφή ήταν ιδιαίτερα δύσκολη καθώς σε κάθε προσπάθεια σημειωνόταν αύξηση του βάρους στα αρχικά δεδομένα προ fasting.
Τελικά αυτό το πρότυπο δίαιτας συστήνεται από τους ειδικούς;
Στο μέλλον πιστεύεται ότι οι επαγγελματίες υγείας θα συστήνουν τη μέθοδο αυτή σε ασθενείς που είναι υπέρβαροι, ανθεκτικοί στην ινσουλίνη (όχι Σακχαρώδης Διαβήτης) και υπερτασικοί. Έχοντας στα υπόψη όλα όσα έχουν προαναφερθεί, ο ειδικός διατροφής θα πρέπει να θέσει ένα βασικό ερώτημα στον υποψήφιο διαιτώμενο.
«Έχει απαιτητικά ωράρια στο πρόγραμμα του και τον διευκολύνουν τα 1-2 γεύματα την ημέρα;»
Αν όχι, τότε και τα κλασσικά πρότυπα- μέθοδοι απώλειας βάρους μπορούν να τον βοηθήσουν να επιτύχει το στόχο του. Αυτό που πρέπει σίγουρα να αναφερθεί και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή είναι, πως για την εφαρμογή του συγκεκριμένου προτύπου δίαιτας, αλλά κι άλλων αντίστοιχων, είναι απαραίτητη η συνεργασία, η καθοδήγηση και η παρακολούθηση από διαιτολόγο- διατροφολόγο με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.
Μαριάννα Μοσχοβίδου
Διαιτολόγος-Διατροφολόγος
ALTERLIFE Fitness Excellence